Από τη στιγμή της θέσπισης και ισχύος του Κανονισμού 2015/2120 η αρχή της ουδετερότητας του διαδικτύου, δηλαδή η αρχή πως παρόμοιο περιεχόμενο στο internet πρέπει να αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο και με την ίδια ταχύτητα χωρίς διακρίσεις, έχει πάψει να έχει καθολική ισχύ, όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Και αυτό διότι προβλέπονται συγκεκριμένες εξαιρέσεις που ανάλογα με τον τρόπο ερμηνείας και εφαρμογή τους, μπορούν να αφήσουν σημαντικά περιθώρια καταστρατηγήσεων σε βάρος, κυρίως, των καταναλωτών.
Ζητήματα που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον από την πλευρά προστασίας των καταναλωτών και προσπαθούν να αντιμετωπίσουν οι κατευθυντήριες γραμμές του BEREC (Σώμα Ευρωπαίων Ρυθμιστών Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών) σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού από τις επιμέρους εθνικές αρχές, αφορούν κυρίως τον τρόπο προσαρμογής των παρόχων στη νέα ρύθμιση και τους κινδύνους παραβιάσεων. Είναι πολύ σημαντικό να υπάρχουν βασικές προβλέψεις σχετικά με τον τρόπο προσαρμογής των προδιατυπωμένων συμβάσεων των παρόχων και με τον τρόπο διατύπωσης των όρων με βάση τον νέο Κανονισμό, ώστε να μην παρουσιαστούν ζητήματα καταχρηστικότητας. Είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί διαφάνεια και σαφήνεια ως προς τα μέτρα διαχείρισης της κίνησης, τους όρους σχετικά με την ελάχιστη και μέγιστη ταχύτητα και τις εξειδικευμένες υπηρεσίες και συνεχής έλεγχος ως προς τη μη παραβίαση των προϋποθέσεων άρσης της αρχής της ουδετερότητας του διαδικτύου.
Επίσης, βασικό σημείο αποτελούν και οι αλλαγές στο επίπεδο των χρεώσεων τις οποίες οι πάροχοι είναι βέβαιο οτι θα επιχειρήσουν παράλληλα με την προσαρμογή στις απαιτήσεις του συγκεκριμένου Κανονισμού. Θα πρέπει οι χρεώσεις να είναι αντίστοιχες με τα χαρακτηριστικά των υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο και κυρίως αντίστοιχες με την πραγματική ταχύτητα η οποία προσφέρεται και η οποία θα πρέπει να ελέγχεται διαρκώς έτσι ώστε να αποφευχθεί το σύνηθες πρόβλημα οι καταναλωτές να μην έχουν την ταχύτητα για την οποία πληρώνουν.
Τέλος, από τη σκοπιά προστασίας των καταναλωτών είναι πολύ σημαντικό κατά την εφαρμογή του Κανονισμού και των εξαιρέσεών του να μην παραβιάζεται η σχετική νομοθεσία περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων (Data Protection Directive & e-Privacy Directive). Στην προσπάθειά τους να εφαρμόσουν αποτελεσματικά οι πάροχοι τα επιτρεπτά μέτρα διαχείρισης της κίνησης, τροποποίησης των ταχυτήτων κλπ είναι εξαιρετικά πιθανό να επιχειρήσουν να χρησιμοποιήσουν και να επεξεργαστούν παράνομα δεδομένα περιεχομένου και μεταδεδομένα.
Με βάση όλα τα ανωτέρω, λοιπόν, κρίνεται απαραίτητο πέραν του αυστηρού ελέγχου και επιτήρησης των παρόχων από τα αρμόδια όργανα να υπάρξει συστηματική και αναλυτική ενημέρωση του καταναλωτικού κοινού σε όλα τα κράτη μέλη για τις νέες ρυθμίσεις, τα προβλήματα που μπορούν να αντιμετωπίσουν και τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να προστατευθούν απέναντι σε αθέμιτες πρακτικές των παρόχων που θα παραβιάζουν την αρχή της ουδετερότητας του διαδικτύου, καταστρατηγώντας το ρυθμιστικό πλαίσιο του Κανονισμού 2015/2120.